Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ ΟΧΙ ΣΤΟ Π.Δ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

 

                                     Αθήνα, 05-02-2013

Δευτεροβάθμιο Συντονιστικό

     Εκτελεστική Γραμματεία

www.pask.gr

 

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ ΟΧΙ ΣΤΟ Π.Δ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Η   ΠΑΣΚ Καθηγητών Δ.Ε, απορρίπτει κατηγορηματικά και ξεκάθαρα την

πρόταση της κυβέρνησης όπως αυτή διατυπώνεται μέσα από το σχέδιο Π.Δ. για

την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, διότι:

 

1. Πρόκειται για  μια αξιολόγηση τιμωρητική και παράλογη:

Το σχέδιο βασίζεται στο ν. 4024/11, ο οποίος  συνδέει τη μισθολογική και

βαθμολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών με την αξιολόγηση. Με την ποσοτική

αποτίμηση των «προσόντων» του  εκπαιδευτικού εξυπηρετείται η τιμωρητική

ποσόστωση  του άρθρου 7 του 4024.

2. Δεν στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης

εκπαίδευσης, αλλά στο διοικητικό έλεγχο και την πειθάρχηση των

καθηγητών:

Είναι η πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια και 10 νομοθετικά κείμενα που ο όρος

«Αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου», εγκαταλείπεται. Έτσι δεν τηρούνται ούτε τα

προσχήματα, σχετικά με τις επιδιώξεις της Πολιτικής ηγεσίας. Το κέντρο βάρους

για τις αδυναμίες του συστήματος μετατοπίζεται αποκλειστικά στον

εκπαιδευτικό. Στόχος γίνεται, ο έλεγχος και η τιμωρία των εκπαιδευτικών.

Παράλληλα, στις 70 σελίδες του σχεδίου δεν γίνεται πουθενά λόγος για

επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Δημοσιονομικοί λόγοι επιβάλλουν την

εξαφάνιση της επιμόρφωσης ως βασικού εργαλείου επαγγελματικής ανάπτυξης

και επιστημονικής στήριξης των εκπαιδευτικών

3. Στοχεύει στην εξοικονόμηση πόρων και στην εξυπηρέτηση μιας

ασφυκτικής δημοσιονομικής πολιτικής:

Η εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου θα προκαλέσει το παράδοξο –ακόμη και για

αυτήν την πρόταση-,  να προάγεται στον επόμενο βαθμό, μόνον ένας

συγκεκριμένος αριθμός εκπαιδευτικών, ανεξάρτητα από το γενικό αξιολογικό

χαρακτηρισμό τους. Γίνεται και πάλι φανερό, ότι λόγοι εξυπηρέτησης μιας

συγκεκριμένης δημοσιονομικής πολιτικής επιβάλλουν  και την αυθαίρετη

μισθολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών.

4. Είναι μία πρόταση αντιεπιστημονική, ασαφής και άρα αναξιόπιστη:

Το σχέδιο Π.Δ.. προβλέπει ποσοτική αποτίμηση ακόμη και κριτηρίων που δεν

ποσοτικοποιούνται. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό, είναι τα κριτήρια

αξιολόγησης της κατηγορίας 2 (Σχεδιασμός, προγραμματισμός και

προετοιμασία της διδασκαλίας).

Στηρίζεται  στη μονοπρόσωπη αξιολόγηση, στα υποκειμενικά κριτήρια και

δημιουργεί τους όρους για πελατειακές σχέσεις, και αθέμιτους ανταγωνισμούς

στο χώρο του σχολείου.

Είναι γεμάτη από βερμπαλισμούς και ασάφειες τόσο ως προς τη συγκρότηση

των οργάνων όσο και ως προς τη διαδικασία ενστάσεων και προσβολής της

διαδικασίας.

Τέλος είναι αντιεπιστημονική και ασύμβατη με τις εξελίξεις στις χώρες της Ε.Ε.,

όπου η ατομική αξιολόγηση ατονεί,  και το κέντρο βάρους μετατίθεται στις

διαδικασίες αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και της ποιότητας του

εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του.

5. Είναι μία πρόταση που αγνοεί τη σχολική πραγματικότητα και τις

συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου:

Ενδεικτικό είναι ότι σε συγκεκριμένα κριτήρια, αξιολογείται η αξιοποίηση από

τους εκπαιδευτικούς, υποδομών που δεν υπάρχουν, παιδαγωγικών δεξιοτήτων

και γνώσεων για τις οποίες δεν έχει υπάρξει ποτέ επιμόρφωση. Παράλληλα

αγνοούνται οι πραγματικές  συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου, αλλά

και η θέση στην οποία έχει περιέλθει ο εξαθλιωμένος εκπαιδευτικός των 640.

Πέρα από αυτά, –αποτιμώντας  πρακτικά το έργο που καλείται να φέρει

σε πέρας ο κάθε σχολικός Σύμβουλος για κάθε εκπαιδευτικό-,

δημιουργείται η εντύπωση ότι το κείμενο αγνοεί πρακτικά ζητήματα που

σχετίζονται με τα μεγέθη της εκπαίδευσης.

Για τους λόγους αυτούς –αλλά και για άλλους που δεν χωρούν σε μια

ανακοίνωση-, θα σταθούμε απέναντι σε αυτό το σχέδιο.

 

Ως ΠΑΣΚ Καθηγητών, διεκδικούμε μια αξιολόγηση του εκπαιδευτικού

έργου που στοχεύει στην αναμόρφωση της σχολικής ζωής , στον

εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, στη μορφωτική –

παιδαγωγική ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης, στη διαρκή

επιστημονική ανανέωση του γνωστικού περιεχομένου, στην

κοινωνιολογική αποτίμηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, στην

προώθηση των στόχων του κλάδου μας.

Μια  αξιολόγηση που δεν είναι μία “εξωτερική” αποτίμηση της σχολικής

πραγματικότητας αλλά μία εσωτερική υπόθεση της εκπαιδευτικής κοινότητας,

που αποβλέπει στην αναμόρφωση της παιδαγωγικής πράξης

Μια αξιολόγηση που  είναι υπόθεση της κάθε σχολικής μονάδας στα πλαίσια

της εκπαιδευτικής της περιφέρειας.

Με αίσθημα συλλογικής και προσωπικής ευθύνης, με τεκμηριωμένο λόγο

και προτάσεις, θα δώσουμε τον αγώνα για την βελτίωση του εκπαιδευτικού

συστήματος στο σύνολό του και την προβολή των θέσεων του κλάδου μας,

όπως έχουν διατυπωθεί στα συνέδρια της Ο.Λ.Μ.Ε..

Η Εκτελεστική Γραμματεία ΠΑΣΚ

Καθηγητών Δ.Ε.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Τρία κείμενα για την αξιολόγηση

Μια πρώτη προσέγγιση στην
«Πρόταση για ένα σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου»

 του Ανδρέα Παπαδαντωνάκη

Η πρόταση της ομάδας εργασίας «για ένα σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου» δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς,  «κεραυνός εν αιθρία».
Με αρκετά δάνεια, από το νόμο 3374/2005 «για τη διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση», και από το υλικό της ομάδας του ΚΕΕ για την   «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση», (Αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας), η πρόταση ολοκληρώθηκε γρήγορα, κάτω από την πίεση της ανάγκης για  άμεση διαμόρφωση ενός πλαισίου που θα εξυπηρετεί την εφαρμογή του Ν.4024/2011 και για τους εκπαιδευτικούς.
Όσο και αν οι συντάκτες υπερασπίζονται την ανάγκη διαφοροποίησης  των εκπαιδευτικών από   το άρθρο 7 του νόμου (που συνδέει την προαγωγή με τις ποσοστώσεις), γεγονός είναι, ότι η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να αποτελέσει                   -έτσι όπως κατατέθηκε-,  το πλαίσιο εφαρμογής του.
Σε ότι αφορά τον πυρήνα της πρότασης, την ιδέα και την υλοποίηση της αξιολόγησης, δεν χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα.
Κινείται στους άξονες του Π.Δ. 302 του1993 για την «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου» επί υπουργίας Γ. Σουφλιά, του νόμου 2525/1997 επί υπουργίας Γ. Αρσένη, καθώς και του Σχεδίου  Υπουργικής Απόφασης για την Αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών & των Στελεχών της Εκπαίδευσης μετά από εισήγηση του Π.Ι. (2003).

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Ήδη από την αρχή του κειμένου(σελ 5), γίνεται μια πρώτη αναφορά στο πρόγραμμα «Αυτοαξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου των σχολικών μονάδων» (2010-2012) καθώς και σε συμπεράσματα που μπορούν πλέον να αξιοποιηθούν σε μια γενικευμένη εφαρμογή.
Μια σοβαρή ένσταση σε σχέση με την αξιοπιστία των συμπερασμάτων του προγράμματος αυτοαξιολόγησης καθώς και για τη δυνατότητα γενίκευσής τους, μπορεί να κατατεθεί από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν σε αυτό. Γεγονός είναι, ότι 2 χρόνια μετά από την έναρξη της εφαρμογής του, ελάχιστες σχολικές μονάδες συνεχίζουν να «τρέχουν» το συγκεκριμένο πρόγραμμα, από το οποίο απουσίαζε παντελώς  ο συντονισμός, η παρακολούθηση και η οποιαδήποτε επικοινωνία και ανατροφοδότηση. Σήμερα έχει υποβαθμιστεί σε μια απλή συμπλήρωση φορμών, που ακόμη και αυτή, γίνεται στα πλαίσια μιας συμβατικής υποχρέωσης.

Στη σελίδα 14 της πρότασης, υποστηρίζεται ότι η διαμόρφωση ενός συστήματος αξιολόγησης «συνδέεται με τη θέσπιση ενός εκπαιδευτικού συμβολαίου μεταξύ Πολιτείας και εκπαιδευτικής κοινότητας».Βασικές έννοιες μάλιστα αυτού του εκπαιδευτικού συμβολαίου είναι η «εμπιστοσύνη», η «σχετική αυτονομία» και ο «βαθμός ελευθερίας».
Νομίζει κανείς ότι η πρόταση, γράφεται σε χωροχρονικό κενό!
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε βιβλιογραφικές αναφορές – είναι αρκετές- , για την εμπιστοσύνη με την οποία έχει περιβάλει η  Πολιτεία τους διδάσκοντες, ή για την αυτονομία των σχολικών μονάδων στο πλέον  γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης.
Ενδεικτικά μόνον, παραθέτουμε στοιχεία από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικτύου  Πληροφόρησης για την Εκπαίδευση «Levels of Autonomy and Responsibilities of Teachers in Europe» 2008.
Σύμφωνα με την έκθεση, στη χώρα  μας, υπάρχει μηδενικός  βαθμός αυτονομίας :
·     στο περιεχόμενο του υποχρεωτικού κοινού προγράμματος σπουδών
·     στον καταρτισμό του περιεχομένου του προγράμματος σπουδών για τα μαθήματα επιλογής, και στην επιλογή σχολικών συγγραμμάτων ενώ  δεν υπάρχουν υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων σε επίπεδο σχολείου που εμπλέκονται στον καθορισμό του περιεχομένου του.
Οι βασικές λοιπόν έννοιες πάνω στις οποίες στηρίζεται η φιλοσοφία του συστήματος αξιολόγησης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου δεν υφίστανται.
Είναι παράδοξο επίσης, ότι σχεδόν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει το κείμενο για την επιτυχία του συστήματος αξιολόγησης  δεν ισχύουν στο παρελθόν, στο παρόν και εκτιμάται ότι δεν μπορεί να υπάρξουν στο βραχυπρόθεσμο μέλλον:
·      «Θεσμοθέτηση ενός συστήματος συνεχούς ενδοϋπηρεσιακής και ενδοσχολικής επιμόρφωσης από την Πολιτεία
·      Υποστήριξη του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου από την Πολιτεία
·      Υποστήριξη  του θεσμού του Διευθυντή του σχολείου και του συλλόγου διδασκόντων από την Πολιτεία».

ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μια πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με τη θέσπιση της Α.ΔΙ.Π.Ε. (Ανεξάρτητη Δημόσια Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Εκπαίδευση).
Βασικό έργο της Α.ΔΙ.Π.Ε – όπως αναφέρεται στην πρόταση-, «είναι η διασφάλιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού και διοικητικού  έργου στο χώρο της γενικής εκπαίδευσης μέσα από τη διαπίστωση της καλής λειτουργίας των διαδικασιών εφαρμογής του συστήματος της αξιολόγησης (συλλογή και επεξεργασία στατιστικών δεδομένων, αξιοπιστία εκθέσεων, εγκυρότητα δεδομένων, αποτελεσματικότητα διαδικασιών, ανατροφοδότηση, αναπροσαρμογή εργαλείων αξιολόγησης, κ.λπ.), καθώς και η διαμόρφωση προτάσεων για τη βελτίωση του συστήματος αξιολόγησης ως όλο ή μέρους αυτού».  
Η ιδέα, όπως αναφέρθηκε, προέρχεται από το Νόμο 3374/2005 «για τη διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση».
Πέρα από τις ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για την Ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων αρχών[1], γεγονός είναι ότι η   Α.ΔΙ.Π. της Τριτοβάθμιας, μόλις τον Ιούνιο στην ετήσια έκθεσή της δηλώνει αδυναμία λειτουργίας λόγω διοικητικών δυσλειτουργιών, έλλειψης διοίκησης, αλλά και έλλειψης προσωπικού.
Γιατί άραγε προτείνεται η μεταφορά ενός τουλάχιστον δυσλειτουργικού μοντέλου σε επίπεδο δομής, από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Εντύπωση προκαλούν οι πολλές αναφορές του κειμένου, στην χρήση περιγραφικών κλιμάκων (rubrics) για την αξιολόγηση της ποιότητας του έργου των εκπαιδευτικών.
Στις σελίδες 36,37 μάλιστα, αφιερώνεται ξεχωριστό κεφάλαιο στο ρόλο της περιγραφικής κλίμακας διαβαθμισμένων κριτηρίων.
Είναι αλήθεια ότι οι ρούμπρικες θα μπορούσαν να αποτελέσουν  χρήσιμα εργαλεία  αυτοαξιολόγησης και ανατροφοδότησης για τους εκπαιδευτικούς, στο βαθμό που η αξιοποίησή τους θα γινόταν για αυτό ακριβώς το λόγο.
Στις συγκεκριμένες όμως περιστάσεις, οι κλίμακες που προτείνονται για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, μπορούν να εξυπηρετήσουν απόλυτα το γράμμα και το πνεύμα του νόμου 4024 που εισάγει ποσόστωση και απαιτεί ελεγκτική και τιμωρητική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού.
Αυτή είναι η ουσία που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας.
Οι χαρακτηρισμοί «ελλιπής», «επαρκής», «πολύ καλός», «εξαιρετικός», όταν μάλιστα αυτοί αφορούν 15 διαφορετικούς τομείς, 5 διαφορετικών πεδίων στα οποία αξιολογείται ο εκπαιδευτικός, μπορούν εύκολα να αποδώσουν -με τη μετατροπή τους σε αριθμητική κλίμακα 1,2,3,4, ή και χωρίς αυτήν-,  τους πίνακες κατάταξης εκπαιδευτικών από τους οποίους θα εξελιχθεί βαθμολογικά και μισθολογικά μόνον το οριζόμενο από το Νόμο ποσοστό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ρούμπρικες μετατρέπονται σε κλίμακες αριθμητικής αποτίμησης που κάνουν την βαθμολόγηση απλούστερη και άρα οι αφορισμοί του κειμένου για την  ποσοτική αξιολόγηση δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα.

Την κύρια ευθύνη για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αναλαμβάνει  ο Σχολικός Σύμβουλος.
Αυτός αναλαμβάνει την ευθύνη της σύνταξης της τελικής αξιολογικής έκθεσης, στην οποία εντάσσει και την ετήσια αξιολόγηση του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.
Ειδικότερα ο Σχολικός Σύμβουλος αξιολογεί τα πεδία 1,2,3 και 5  ενώ ο Διευθυντής το πεδίο 4 (Υπηρεσιακή Συνέπεια και Επάρκεια)
Αυτό συνιστά μια σημαντική διαφοροποίηση από νομοθετικά κείμενα παρελθόντων ετών όπου κατά βάση η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προβλεπόταν «μοιρασμένη» σε Διευθυντή σχολικής μονάδας και Σχολικό Σύμβουλο.
Στην παρούσα πρόταση ο διευθυντής συμμετέχει μόνον κατά το 20% στην τελική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει, ότι ο Σχολικός Σύμβουλος αξιολογεί:
Τα πεδία 1 (Εκπαιδευτικό Περιβάλλον) και 3 (Διεξαγωγή και Αξιολόγηση Διδασκαλίας) με άμεση παρακολούθηση και επιτόπου παρουσία.
Τα στοιχεία για την αξιολόγηση των τριών τομέων του πρώτου πεδίου –σύμφωνα πάντα με την πρόταση-, τα αντλεί «από τις προσωπικές επισκέψεις, τις συζητήσεις με τον εκπαιδευτικό, από τον προγραμματισμό και τις δράσεις της σχολικής μονάδας, αλλά  και μέσα από άλλα στοιχεία  που ενδέχεται να θέσει υπόψη του ο εκπαιδευτικός και τα οποία προσφέρουν ευρύτερη εικόνα από ό,τι οι μεμονωμένες παρακολουθήσεις». 
Τα στοιχεία για την αξιολόγηση των τεσσάρων  τομέων του τρίτου  πεδίου τα αντλεί «από τις προσωπικές επισκέψεις, τις συζητήσεις με τον εκπαιδευτικό και  από όποια άλλα διαθέσιμα τεκμήρια, όπως από το βιβλίο ύλης, όπου προβλέπεται, τον προγραμματισμό και τις δράσεις της σχολικής μονάδας, αλλά  και μέσα από άλλα στοιχεία που ενδέχεται να θέσει υπόψη του ο εκπαιδευτικός».
Περίπου ομοίως και για τα πεδία 2 (Σχεδιασμός, Προγραμματισμός και Προετοιμασία Διδασκαλίας) και 5 (Τυπικά Προσόντα και Επιστημονική και Επαγγελματική Ανάπτυξη) για τα οποία ο Σχολικός Σύμβουλος αντλεί στοιχεία με βάση τις συζητήσεις του με τον εκπαιδευτικό και τα αντίστοιχα τεκμήρια.
Για μία ακόμη φορά –μετρώντας πρακτικά το έργο που καλείται να φέρει σε πέρας ο κάθε σχολικός Σύμβουλος για κάθε εκπαιδευτικό-, δημιουργείται η εντύπωση ότι το κείμενο γράφεται για μια άλλη πραγματικότητα.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι για όλα αυτά, απαραίτητη είναι η τήρηση ατομικού φακέλου από τον εκπαιδευτικό (portfolio), στον οποίο θα τηρούνται ως τεκμήρια, διδακτικό και παιδαγωγικό έργο, συμμετοχή σε δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα και οτιδήποτε πιστοποιεί τυπικά και μη, επαγγελματικά και επιστημονικά προσόντα.
Υπάρχουν πολλά τεχνικά ζητήματα που προκύπτουν από την πρόταση, όπως η ιδέα ότι αν ένας εκπαιδευτικός κριθεί «ανεπαρκής» έστω και σε έναν από τους 13 τομείς, (πλην τυπικών προσόντων) επανέρχεται για αξιολόγηση στο επόμενο έτος, δηλαδή καθηλώνεται, ή η ιδέα ότι μόνον όσοι κρίνονται «πολύ καλοί» ή «εξαιρετικοί», μπορούν να διεκδικήσουν θέση στελέχους.
Υπάρχουν και ζητήματα ουσίας όπως η κατηγοριοποίηση των σχολείων –μείζον θέμα, για το οποίο δεν πείθει η επιχειρηματολογία και το παράδειγμα του κειμένου στη σελ.36-, τα οποία θα αναλυθούν στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Γεγονός όμως είναι, ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο το οποίο έρχεται σε ένα βαθμό να υπηρετήσει η συγκεκριμένη πρόταση, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης.

Στη διάρκεια 30 περίπου ετών – από το 1984 ως σήμερα-, έχουν δει το φως της δημοσιότητας, 10 νομοθετικά κείμενα σχετικά με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών. Κανένα από αυτά –κάτω και από την αντίδραση των συνδικάτων-, δεν εφαρμόστηκε τελικά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, στα πλαίσια ενός ιδιότυπου «κοινωνικού κορπορατισμού»[2], η φραστική και μόνον αντίδραση των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, αρκούσε για να εγκαταλειφθεί το εγχείρημα.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η ανάγκη ματαίωσης της εφαρμογής ενός συγκεκριμένου σχεδίου αξιολόγησης που προφανέστατα στοχεύει όχι στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά στην μείωση της μισθολογικής δαπάνης, μέσα από την τιμωρητική ποσόστωση, απαιτεί μεγάλη προσπάθεια.
Η προσπάθεια αυτή απαιτεί όλους τους εκπαιδευτικούς μαζί και την κοινωνία δίπλα.
Γι’ αυτό μαζί με τους αγώνες πρέπει να υπάρχει και ο λόγος. Λόγος πειστικός και τεκμηριωμένος.
Οι εκπαιδευτικοί διαθέτουν και εμπειρία αγώνων αλλά και πλούτο προτάσεων και θέσεων.






[1] Σύμφωνα με το Νόμο 3374, η Α.ΔΙ.Π. συγκροτείται από δεκαπέντε (15) μέλη, τα οποία διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Η Α.ΔΙ.Π. εποπτεύεται από τον Υπουργό  Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ως προς τον έλεγχο νομιμότητας των  πράξεών της.
[2] Xάρης Aθανασιάδης: «εκπαιδευτικά συνδικάτα και κοινωνικός κορπορατισμός»


AΞIOΛOΓHΣH TOY EKΠAIΔEYTIKOY EPΓOY
H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, όπως και κάθε εκπαιδευτικό ζήτημα, έχει πολιτικο-ιδεολογική αναφορά. H παρουσία ή η απουσία της δε συνιστά εξ ορισμού προοδευτικό ή συντηρητικό γεγονός (με οποιονδήποτε συνδυασμό των διαζεύξεων), αλλά το τι θα διαμορφωθεί και θα αναπτύσσεται εξαρτάται από τους συσχετισμούς και τη δυναμική των αντιτιθέμενων απόψεων.
Tο ερώτημα, ως εκ τούτου, δεν έγκειται στο σημείο “ναι ή όχι στην αξιολόγηση” (άλλωστε οι επιλεκτικοί μηχανισμοί διατρέχουν όλο τον κορμό της Παιδείας και δεν “ανακαλύπτονται” σε αυτό το θέμα). Έγκειται στο “για ποια αξιολόγηση μιλάμε, για ποιο σκοπό γίνεται, από ποιους γίνεται και πώς συνδέεται με τα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης και τις επιλογές του κινήματός μας”.
Για μας η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου στοχεύει στην αναμόρφωση της σχολικής ζωής σε μία κατεύθυνση χειραφέτησης των δρωσών κοινωνικών δυνάμεων, στον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, στη μορφωτική – παιδαγωγική ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης, στη διαρκή επιστημονική ανανέωση του γνωστικού περιεχομένου, στην κοινωνιολογική αποτίμηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, στην προώθηση των στόχων του κλάδου μας.
H αξιολόγηση είναι μία δυναμική διαδικασία, που πρέπει να συνδεθεί με ένα σύνολο θεσμικών αλλαγών, με γενναία χρηματοδότηση, με ουσιαστική επιμόρφωση, με ευελιξία στα αναλυτικά προγράμματα, με αλλαγές στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης, με συμμετοχή των εκπαιδευτικών στο σχεδιασμό και τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, με συνεργασία του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου με τους συνδικαλιστικούς φορείς και το KE.ME.TE.
H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αποτέλεσε και αποτελεί έναν από τους κύριους άξονες των συνδικαλιστικών θέσεων και διεκδικήσεων του κλάδου μας. Kαι τούτο, διότι η αξιολόγηση συνδέεται με το χαρακτήρα της σχολικής ζωής, την επιστημονική και παιδαγωγική ελευθερία, τη θέση και το ρόλο των εκπαιδευτικών, αλλά και την πολιτικοϊδεολογική θεώρηση της εκπαίδευσης.
H OΛME έδωσε μακροχρόνιους αγώνες, για να παρεμποδίσει την επιβολή των ιδεολογικών ελέγχων στην εκπαιδευτική λειτουργία και τη μετατροπή των καθηγητών σε πειθήνια εκτελεστικά όργανα των κυβερνητικών εντολών. Όσο διατηρείται και ενισχύεται το προσωποπαγές, ιεραρχικό, γραφειοκρατικό και αυταρχικό σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης (νόμος 2043/92), οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης του εκπαιδευτικού θα είναι αναπόφευκτα διαδικασία συμμόρφωσης και ελέγχου, που θα διαιωνίζει την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.
H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, για το συνδικαλιστικό μας κίνημα, είναι μια ενεργός διαδικασία ανάλυσης και ανάδειξης των ουσιαστικών προβλημάτων του σχολείου, σε μία κατεύθυνση προώθησης και επίλυσής τους με βάση τις δικές μας επιλογές.
H αξιολόγηση, όπως εμείς την προσδιορίζουμε, δεν είναι απόρροια των κελευσμάτων της αγοράς σε μία λογική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Eίναι ένα πεδίο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της Παιδείας. Eίναι ένας χώρος στον οποίο θα αποτυπωθούν οι κύριες πλευρές της μόρφωσης (χαρακτήρας της γνώσης, ανισότητες, μαθησιακές ανάγκες, περιεχόμενο σχολείου κ.λπ.) με ένα τρόπο που θα δημιουργεί τοπικούς και ευρύτερους πολιτικούς συσχετισμούς για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης. Δεν είναι ο τόπος καταγραφής απλώς και μόνο των γνωστών (άλλωστε) προβλημάτων, αλλά το υπόστρωμα ανάπτυξης μιας δυναμικής που θα απαιτεί λύσεις τόσο στο σχολικό μικρόκοσμο όσο και στον εκπαιδευτικό μακρόκοσμο.
H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου δεν είναι μία “εξωτερική” αποτίμηση της σχολικής πραγματικότητας (από κάποιους τρίτους), αλλά μία εσωτερική υπόθεση της εκπαιδευτικής κοινότητας, που αποβλέπει (και με διάθεση αυτοκριτικής) στην αναμόρφωση της παιδαγωγικής πράξης. Eίναι μία συλλογική και προσωπική προσπάθεια για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του κλάδου μας.
Oι θέσεις μας για τον προγραμματισμό και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου
Oι θέσεις τις οποίες έχουμε διαμορφώσει για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου συναντούν ευρύτατη αποδοχή. Eπιβεβαιώνονται από τα πορίσματα των ευρωπαϊκών συνδικάτων και του Συμβουλίου της Eυρώπης (Δελτίο OΛME, τεύχος 618, Φεβρουάριος ’91). Eνισχύθηκαν από την ειδική ημερίδα που διοργάνωσε η OΛME σε συνεργασία με ειδικούς για το θέμα αυτό (Aθήνα 19-12-91) και από τις συζητήσεις που έχουν διοργανώσει οι τοπικές μας ενώσεις.
Συγκεκριμένα:
–        Tο σχολείο είναι ένας χώρος δημιουργίας ευαίσθητων διαπροσωπικών σχέσεων, αποτελεσματικός, παραγωγικός και όχι χώρος ανταγωνιστικός.
–        H διδασκαλία είναι μία σύνθετη και συλλογική ανθρώπινη λειτουργία, που συνδέεται με παράγοντες, όπως οι σκοποί της εκπαίδευσης, τα μέσα που διατίθενται, τα αναλυτικά προγράμματα, τα βιβλία, οι συνθήκες εργασίας, η διοικητική δομή, το κοινωνικό περιβάλλον.
–        Δεν υπάρχει ένας γενικός κώδικας διδασκαλίας, που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα, και δεν μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει περισσότερο.
–        Όλες οι μέθοδοι ατομικής αξιολόγησης που έχουν εφαρμοστεί χαρακτηρίζονται από αναξιοπιστία και αναποτελεσματικότητα.
–        Aντίθετα, οι μέθοδοι αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου πρέπει να σέβονται την επαγγελματική ελευθερία, την πρωτοβουλία και υπευθυνότητα των εκπαιδευτικών, να μην προκαλούν το μεταξύ τους ανταγωνισμό, να μην επηρεάζουν την επαγγελματική και μισθολογική τους εξέλιξη.
Όλα τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα δικαιώνουν την εμμονή μας στη θέση για προγραμματισμό και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος και του εκπαιδευτικού έργου, γιατί αποτελεί δυναμική λειτουργία, προωθητική μετασχηματισμού για όλο το εκπαιδευτικό σύστημα.
H πρότασή μας
Tο σύστημα αξιολόγησης που προτείνουμε βασίζεται στις παρακάτω αρχές:
1.       Σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και όχι ο διοικητικός έλεγχος και η πειθάρχηση των καθηγητών.
H αντίληψη ότι, αν ελέγξουμε τον καθηγητή, θα πάνε όλα καλά στο σχολείο είναι άκρως αναχρονιστική και λανθασμένη. Άλλωστε, η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί ενεργοποιούνται περισσότερο με εσωτερικά κίνητρα βελτίωσης της εκπαιδευτικής λειτουργίας και όχι με κάποια εξωτερικά ανταγωνιστικά κίνητρα αποδοτικότητας.
2.       O σύλλογος διδασκόντων αποκτά ουσιαστικό ρόλο στην εκπαιδευτική λειτουργία με την ανάληψη αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στην αξιολόγηση, καθώς και στην κατάρτιση ερευνητικών και επιμορφωτικών προγραμμάτων.
3.       H αξιολόγηση συνδέεται με την υποβοήθηση και την ανάπτυξη ερευνητικών και πειραματικών δραστηριοτήτων στα σχολεία. Συνδέεται επίσης με την ευελιξία των αναλυτικών προγραμμάτων και την πρόβλεψη κινήτρων (δημοσίευση εργασιών κ.λπ.).
4.       H αυτοαξιολόγηση είναι βασικός συντελεστής της όλης διαδικασίας. Oι εκπαιδευτικοί, τόσο στη βασική τους κατάρτιση όσο και στην επιμόρφωσή τους, πρέπει να ενημερώνονται και στις πρακτικές της συλλογικής αξιολόγησης και της αυτοαξιολόγησης.
5.       O ρόλος του σχολικού συμβούλου στη διαδικασία της αξιολόγησης είναι καθοδηγητικός, συμβουλευτικός και παιδαγωγικός.
6.       Oι έννοιες “αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου” και “υπηρεσιακή κρίση” πρέπει να διαχωριστούν. H υπηρεσιακή κρίση γίνεται μόνο για τη στελέχωση της εκπαίδευσης και δε συνδέεται με τη μισθολογική εξέλιξη.
Mε βάση τις αρχές αυτές, η πρότασή μας συγκεκριμενοποιείται ως εξής:
Aξιολόγηση του Eκπαιδευτικού Έργου
―       Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς ο Σύλλογος Διδασκόντων κάνει τον προγραμματισμό του σχολικού έργου και τον υποβάλλει στον προϊστάμενο Δ.E. και
στους σχολικούς συμβούλους, που διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους. Tο Σχολικό Συμβούλιο, επίσης, καταθέτει τις δικές του απόψεις στο Σύλλογο Διδασκόντων για θέματα που αφορούν την οργάνωση της σχολικής ζωής. Στη συνέχεια, ο Σύλλογος Διδασκόντων συνεδριάζει και οριστικοποιεί τον προγραμματισμό της σχολικής χρονιάς.
–        Oι παιδαγωγικές συνεδρίες του A’ και του B’ τριμήνου προσλαμβάνουν ουσιαστικό χαρακτήρα. O Σύλλογος Διδασκόντων συζητεί διεξοδικά επί της πορείας του αρχικού προγραμματισμού και προβαίνει στις απαιτούμενες διορθωτικές κινήσεις.
–        Στο τέλος της χρονιάς γίνεται από το Σύλλογο Διδασκόντων απολογισμός. Kάθε καθηγητής καταθέτει το δικό του απολογιστικό σημείωμα, επί του οποίου εκφράζονται οι απόψεις του διευθυντή του σχολείου και του σχολικού συμβούλου. Tο απολογιστικό σημείωμα του καθηγητή αναφέρεται:
–        στο βαθμό υλοποίησης των προγραμματισμένων στόχων·
–        στις αδυναμίες – δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την υλοποίηση·
–        στις παρεμβάσεις και υποδείξεις του διευθυντή και του σχολικού συμβούλου·
–        στις σχέσεις και την εξέλιξη του μαθητικού δυναμικού·
–        στις προτάσεις του για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου.
Kατά τον προγραμματισμό της επόμενης σχολικής χρονιάς λαμβάνονται υπόψη οι υποδείξεις των σχολικών συμβούλων και του προϊσταμένου Δ.E. επί του απολογισμού της προηγούμενης.
Mε βάση τους απολογισμούς του εκπαιδευτικού έργου οι σχολικοί σύμβουλοι και οι διευθυντές Δ.E. υποβάλλουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τις προτάσεις τους στο Παιδαγωγικό Iνστιτούτο και στο YΠEΠΘ αντίστοιχα.
Mε τις παραπάνω προτάσεις πιστεύουμε ότι διασφαλίζεται μια διαδικασία διαρκούς ανατροφοδότησης και βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου.
Yπηρεσιακή Kρίση
H υπηρεσιακή κρίση γίνεται από Συμβούλια Eπιλογής μη ελεγχόμενα από την κυβερνητική εξουσία. Στα Συμβούλια Eπιλογής μετέχουν αιρετοί εκπρόσωποι του κλάδου. Δεν μπορούν να μετέχουν σχολικοί σύμβουλοι.
Tα κριτήρια με τα οποία θα κρίνει το Συμβούλιο Eπιλογής πρέπει να είναι αυστηρά αξιοκρατικά και αντικειμενικά, και να συνδυάζουν την επιστημονική κατάρτιση με τη διοικητική και οργανωτική ικανότητα, την εμπειρία στα ζητήματα της εκπαίδευσης και την ενεργό συμμετοχή στις σχολικές διαδικασίες.
Aνάμεσα στα στοιχεία που μπορεί να συνεκτιμά το Συμβούλιο Eπιλογής βλέπουμε να συμπεριλαμβάνονται:
–        το υπηρεσιακό μητρώο του υποψηφίου (επιμορφώσεις – μετεκπαιδεύσεις – συγγραφικό έργο, δημοσιεύσεις κ.λπ.)·
–        οι ετήσιοι απολογισμοί των σχολείων, όπου συμπεριλαμβάνονται τα απολογιστικά σημειώματα του εκπαιδευτικού και οι παρατηρήσεις του σχολείου και του σχολικού συμβούλου·
–        κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να προσκομίσει ο υποψήφιος.
–        Σε κάθε περίπτωση, ο υποψήφιος έχει το δικαίωμα ένστασης και προσφυγής σε δευτεροβάθμια κρίση.
Oι παραπάνω θέσεις συνδέονται με τη συνολική επανεξέταση και διαπραγμάτευση του πλαισίου που ρυθμίζει το περιεχόμενο, την οργάνωση και τη διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στα πλαίσια αυτής της συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης, αντιλαμβανόμαστε την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού ως μία διαδικασία αποκεντρωμένη και συλλογική, στα πλαίσια της σχολικής μονάδας. Kάθε σχολείο αποτελεί ιδιαίτερη εκπαιδευτική μονάδα με ιδιαιτερότητες υποδομής, με τους δικούς της κοινωνικούς και πολιτισμικούς προσδιορισμούς και με τους δικούς της φορείς, που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Σε μια τέτοια περίπτωση υιοθετείται η αξιολόγηση “από τα κάτω” και “από τα μέσα” ως μία υπόθεση δημόσιου “απολογισμού”. Tο συγκεκριμένο πλαίσιο οργάνωσης αυτής της αξιολόγησης είναι υπόθεση της κάθε σχολικής μονάδας στα πλαίσια της εκπαιδευτικής της περιφέρειας.


Αθήνα,  27-4-2010
Δευτεροβάθμιο Συντονιστικό
Εκτελεστική Γραμματεία


ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ 13


5. Αξιολόγηση
Η θέση της Παράταξής μας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία (7η) Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, είναι: η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών είναι μια συστηματική διαδικασία αποτίμησης του βαθμού επίτευξης των εκπαιδευτικών στόχων και εντοπισμού των προβλημάτων, ώστε μέσα από το σχεδιασμό και την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων να επιτυγχάνεται βελτίωση όλων των συντελεστών της εκπαίδευσης και γενικότερα της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Υπηρετώντας τους παραπάνω γενικούς στόχους θεωρούμε ότι η αξιολόγηση μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό παράγοντα για την άμβλυνση των μορφωτικών ανισοτήτων. Από τη μια  θα καταγράφει με έγκυρο και αξιόπιστο τρόπο τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συναντούν οι εκπαιδευτικοί κατά την επιτέλεση του έργου τους, ώστε να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται τα αναγκαία κάθε φορά προγράμματα εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσής τους. Από την άλλη θα συμβάλλει στην αυτογνωσία των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να έχουν πιο αξιόπιστη εικόνα της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του έργου τους, καθώς και στην αναβάθμιση των επαγγελματικών τους προσόντων.
Με βάση τις παραπάνω αρχές:
- Σε καμιά περίπτωση η αξιολόγηση δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα τιμωρητικό ούτε να συνδέεται με τη βαθμολογική ή τη μισθολογική εξέλιξη του εκπαιδευτικού
- Η διαδικασία αξιολόγησης να καθορίζεται με πλήρη σαφήνεια και τα κριτήρια να είναι αντικειμενικά και αξιόπιστα, επιστημονικά – παιδαγωγικά.
- Οι μέθοδοι αξιολόγησης να σέβονται απόλυτα την παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών, να ενθαρρύνουν την πρωτοβουλία και να αναγνωρίζουν την υπευθυνότητά τους
- Οι διευθυντές των σχολείων, οι διευθυντές εκπαίδευσης, οι προϊστάμενοι γραφείων εκπαίδευσης, οι σχολικοί σύμβουλοι και οι ίδιοι οι αξιολογούμενοι εκπαιδευτικοί (αυτοαξιολόγηση με απολογιστικό σημείωμα) να έχουν διακριτούς ρόλους στη διαδικασία αξιολόγησης
- Εκτός από τους αξιολογούμενους εκπαιδευτικούς να αξιολογούνται τόσο η διαδικασία της αξιολόγησης όσο και οι ίδιοι οι αξιολογητές.
- Οι αξιολογούμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε δευτεροβάθμια κρίση, ενώπιον των αρμόδιων υπηρεσιακών συμβουλίων